1 λύπη
ά; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται A.Ag. 791
ἐρωτικὴ λ. Th.6.59
λύπας προσβάλλειν Antipho 2
λ. φέρειν τινί And.2.8
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύπη